Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Κολούμπια-Σνέικ — (Columbia Snake). Υδρογραφικό σύστημα του νοτιοδυτικού Καναδά και των βορειοδυτικών ΗΠΑ, το οποίο σχηματίζεται από τον ποταμό Κολούμπια (1.950 χλμ.) και τον αριστερό παραπόταμό του, Σνέικ (1.670 χλμ.). Ο Κολούμπια, ο οποίος πριν εξερευνηθεί από… … Dictionary of Greek
Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… … Dictionary of Greek
Μοντάνα — (Montana). Πολιτεία (381.086 τ.χλμ., 904.443 κάτ. το 2001) των βόρειων ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Α με τη Βόρειο και τη Νότιο Ντακότα, στα Ν με το Γουαϊόμινγκ και στα Δ με την Άινταχο. Πρωτεύουσα είναι η Χελένα (περ. 26.000 κάτ.) … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek
Τέξας — (Texas). Ομόσπονδη Πολιτεία των νότιων HΠA, η πλέον εκτεταμένη της Ένωσης μετά την Αλάσκα. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού στα ΝΑ και συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και τις ομόσπονδες Πολιτείες Λουιζιάνα και Αρκάνσας στα Α, Οκλαχόμα στα Β, Νέο… … Dictionary of Greek
Σιου — Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας… … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek